- στεατικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στέαρ (α. «στεατικό νάτριο» β. «στεατικά κεριά»)2. φρ. α) «στεατικό οξύ»χημ. κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ που αποτελεί άκυκλη αλειφατική οργανική ένωση, αλλ. δεκαοκτανοϊκό οξύβ) «στεατικά άλατα»χημ. άλατα που σχηματίζει το χημικώς καθαρό στεατικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θ. Ηλιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.